- δελφινιάς
- δελφινιάςfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δελφινιάς — δελφινιάς, η (Α) [δελφίς] το φυτό δελφίνιον* … Dictionary of Greek
Δελφίνιον — Ονομασία ναών κατά την αρχαιότητα. 1. Ναός της Αθήνας που ήταν αφιερωμένος στη λατρεία του Δελφινίου Απόλλωνακαι της Δελφινίας Άρτεμης και χτίστηκε από τον Αιγέα. Σύμφωνα με τον μύθο, ο Θησέας επισκέφθηκε τον ναό όταν κατασκευαζόταν. Οι εργάτες… … Dictionary of Greek